ἄτακτος

ἄτακτος
ἄτακτος, ον (s. ἀτακτέω) gener. ‘not in the proper order’ (3 Macc 1:19; TestNapht 2:9; Philo; Jos., Bell. 2, 517; 649, Ant. 15, 152; Ath. 25:3 [ἀταξία ibid. 3:2]; loanw. in rabb.)
of volitional state, pert. to being out of step and going one’s own way, disorderly, insubordinate (Hdt., Thu. et al.; Sb 6152, 13; 6153, 16; PFlor 332, 4; Philo, Sacr. Abel. 32) 1 Th 5:14 (cp. SEG XXVII, 261 B, 99; s. CSpicq, Studia Theologica 10, ’56, 1–13); but some prefer the sense idle, indolent (s. ἀτακτέω and ἀτάκτως; also the orator Lycurgus 39 ἄτακτος=‘not at one’s post’).—GHolland, SBLSP 24, ’85, 327–41.
of affective state pert. to being without socially recognized constraint, undisciplined φορά impulse Dg 9:1 (cp. Pla., Leg. 2 p. 660b ἄτακτοι ἡδοναί; Plut., Mor. 5a likew.).—M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άτακτος — άτακτος, η, ο και άταχτος, η, ο επίρρ. α 1. ο χωρίς τάξη, ο ακατάστατος, ο ανώμαλος: Η φοίτησή του στο σχολείο είναι άτακτη. 2. αυτός που δεν κρατά την τάξη που πρέπει, απειθάρχητος: Είναι πολύ άταχτος μαθητής. 3. αυτός που δεν ανήκει στον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄτακτος — not in battle order masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 …   Dictionary of Greek

  • ἀτακτότερον — ἄτακτος not in battle order adverbial comp ἄτακτος not in battle order masc acc comp sg ἄτακτος not in battle order neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιβουζούκος — Άτακτος Τούρκος στρατιώτης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε τον 19o αι. και προέρχεται από τη σύνθεση δύο τούρκικων λέξεων: μπας (κεφάλι) και μποζούκ (χαλασμένος). Το 1877 οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν σώματα β. για να καταστείλουν τη βουλγαρική εξέγερση και… …   Dictionary of Greek

  • ζεϊμπέκης — Άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας στην Τουρκία του 19ου αι., που πιθανολογείται ότι προερχόταν από εξισλαμισμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι ζ. ήταν απόγονοι των Θρακών, από τους οποίους είχαν διατηρήσει πολλά χαρακτηριστικά, και αποτελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • ἀτακτοτέρων — ἄτακτος not in battle order fem gen comp pl ἄτακτος not in battle order masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτακτότατα — ἄτακτος not in battle order adverbial superl ἄτακτος not in battle order neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτακτότατον — ἄτακτος not in battle order masc acc superl sg ἄτακτος not in battle order neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάκτω — ἄτακτος not in battle order masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄτακτος not in battle order masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτάκτως — ἄτακτος not in battle order adverbial ἄτακτος not in battle order masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”